πλαδαρούμαι

πλαδαρούμαι
-όομαι, ΜΑ [πλαδαρός]
γίνομαι πλαδαρός, μαλακός («σίδηρος... εἰ τύπτεται πρὸς ἔλασμα, νῡν πλαδαροῡται», Ευστ. Πον.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλαδάρωμα — τὸ, Α [πλαδαρούμαι] (κατά το λεξ. Σούδα) σήψη, μούχλιασμα, πλάδος* …   Dictionary of Greek

  • πλαδάρωση — η / πλαδάρωσις, ώσεως, ΝΑ [πλαδαρούμαι] το να γίνεται κάποιος ή κάτι πλαδαρό, μαλακό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”